- κατοικήσονται
- κατοικέωsettle infut ind mid 3rd plκατοικέωsettle infut ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικήσοντ' — κατοικήσοντα , κατοικέω settle in fut part act neut nom/voc/acc pl κατοικήσοντα , κατοικέω settle in fut part act masc acc sg κατοικήσοντα , κατοικέω settle in fut part act neut nom/voc/acc pl κατοικήσοντα , κατοικέω settle in fut part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)